νιτρέλαιον

νιτρέλαιον
νιτρέλαιον, τὸ (Α)
γαλάκτωμα νίτρου και ελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + ἔλαιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νιτρελαίω — νιτρέλαιον emulsion of soda and oil neut nom/voc/acc dual νιτρέλαιον emulsion of soda and oil neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρελαίου — νιτρέλαιον emulsion of soda and oil neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρελαίῳ — νιτρέλαιον emulsion of soda and oil neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”